Η συντακτική ομάδα του ιστολογίου μας THE GREEKS την δύσκολη στιγμή που περνάει ο Ελληνικός λαός αποφάσισε να κάνει ένα αφιέρωμα στους ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ που πέρασαν από αυτόν τον τόπο και άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στην απελευθέρωση και ανεξαρτησία αυτης της χώρας .
Είναι μια προσπάθεια να γυρίσουμε στις ρίζες μας ,στα ιδανικά μας ,στις παραδόσεις μας , στην Ιστορία μας , στους προγόνους μας σε όλα αυτά που μας ενώνουν ως Χώρα ,ως Εθνος ,ως Ελληνικό Κράτος.
'Ετσι όλοι οι αναγνώστες μας θα χουν την δυνατότητα να ξαναθυμηθούν την Ιστορία μας και πως φτάσαμε ως εδώ αλλά και οι νεώτεροι θα εμπνευστούν από τα οράματα και τις αξίες των Ηρώων του Ελληνικού Εθνους.
Το αφιέρωμα αυτό θα ξεκινήσει απο τον Αρχιστράτηγο των Ελλήνων κατά την επανάσταση του 1821 " Τον ΄γερο του Μοριά"
""Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε « Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό, και εκάμαμε την Επανάσταση".
(Μέρος του λόγου που εκφώνησε ο Κολοκοτρώνης στην Πνύκα).
Ο ΘΡΥΛΟΣΤο όνομα «Κολοκοτρώνης» ανήκε σε μια πολύ παλιά οικογένεια της Πελοποννήσου, που όλα της τα μέλη, διακρίθηκαν στον αγώνα για τη λευτεριά. Πολλά απ’ αυτά πλήρωσαν με το ίδιο τους το αίμα την αφοσίωσή τους στην πατρίδα. Σαν βεβαίωση αυτού του λόγου αρκεί να αναφερθεί πως από το 1762 ως το 1806 σκοτώθηκαν 70 Κολοκοτρωναίοι μαχόμενοι εναντίον των Τούρκων.
Από την οικογένεια των Κολοκοτρώνη διακρίθηκαν περισσότερο δύο:
Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και ο γιός του Θεόδωρος.
Ο Κωνσταντίνος ήταν αρχηγός των «Αρματολών» στην Κόρινθο. Κυνηγημένος όμως από τους Τούρκους αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μάνη και να γίνει «κλέφτης» ∙ γυναίκα του ήταν η Ζόμπια, το γένος Κοτσάκη, η οποία – όταν οι Τούρκοι σκότωσαν τον άντρα της και τα δυό του αδέλφια Απόστολο και Γεώργιο σε μια μάχη - πήρε τα παιδιά της και κατέφυγε κοντά σε συγγενείς της στη Μάνη.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1770 πάνω στο βουνό Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, που είχε βρει τελικά καταφύγιο η μητέρα του για να αποφύγει τις διώξεις των Τούρκων. Τη νεαρή του ηλικία την πέρασε κοντά στους θείους του, Κοτσάκη, στην Αλωνίσταινα, ως τα δεκαεπτά του χρόνια που τον όρισαν οπλαρχηγό. Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Αικατερίνη Καρούσου και εγκαταστάθηκε στο Λεοντάριο όπου ο πατέρας της ήταν προεστός. Η ειρηνική, όμως, ζωή του δεν κράτησε για πολύ γιατί οι επιθέσεις των Τούρκων τον ανάγκασαν να είναι εναλλάξ κλέφτης και αρματολός. Πολέμησε σε πολλές μάχες και, τελικά, όταν ύστερα από αγώνες κατέφυγε στη Ζάκυνθο έγινε γνώστης και θερμός υποστηρικτής της Φιλικής Εταιρείας και, μάλιστα, κατήχησε και πολλούς άλλους
Στις αρχές του '21 έφυγε από τη Ζάκυνθο ντυμένος καλόγερος κι’ ήρθε στην Πελοπόννησο με σκοπό να ξεσηκώσει τον κόσμο. Η τόλμη και η γενναιότητά του είχαν κάνει το όνομά του να βρίσκεται μόνιμα στα χείλια του λαού που τον πίστευε σαν σύμβολο ανδρείας και αποφασιστικότητας.
Όταν ορίστηκε η Εθνεγερσία για την 25 Μαρτίου του 1821 ο Κολοκοτρώνης έφυγε από τη Ζάκυνθο και πήγε στη Μάνη. Τότε ήταν πάνω από πενήντα χρονών αλλά ήταν ακμαίος και δραστήριος, ιδιότητες που βέβαια του ήταν απαραίτητες για τον μακροχρόνιο αγώνα. Διάφορες περιγραφές που μας δίνουν το πορτραίτο αυτού του αξέχαστου ήρωα μας λένε πως ο λαιμός του ήταν χοντρός σαν του ταύρου, η μύτη του καμπυλωτή με μαύρο μουστάκι, το κεφάλι του κάπως δυσανάλογο με το ανάστημά του, τα δε μαλλιά του έπεφταν λυτά και σγουρά πάνω στους ώμους του και ήταν ο μόνος από τους αγωνιστές που φορούσε κόκκινη φουστανέλλα και ένα αρχαίο κράνος στο κεφάλι. Πιθανότατα για να διακρίνεται στις μάχες.
Το όνομά του πλανιόταν στα χείλη του λαού που τον είχε κάνει σύμβολο και τραγούδι του. Το γόητρό του μεγάλωνε καθημερινά και ο ηρωισμός του ενθουσίαζε τα πλήθη.
Η πρώτη Ελληνική Κυβέρνηση τον διόρισε στρατηγό.
Και ενώ επιχειρούσε την Πολιορκία της Πάτρας έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δράμαλης με τη στρατιά του. Τότε ο Κολοκοτρώνης έλυσε την πολιορκία της Πάτρας και οπλισμένος με τη μόνιμη αποφασιστικότητα, το ατέλειωτο θάρρος του και την πρωτοβουλία που τον διέκρινε προχώρησε σχεδόν ολομόναχος, γιατί ο στρατός του είχε διαλυθεί και του είχαν μείνει μόνο τέσσερις πιστοί άντρες. Στο δρόμο μάζεψε κάποια παλικάρια που τον θαύμαζαν και πρόθυμα τον ακολούθησαν και κατέλαβε τα στενά των Δερβενακίων. Όταν ο Δράμαλης αναγκάστηκε για να ξεφύγει από την αργολική πεδιάδα που ήταν αποκλεισμένος να περάσει το στρατό του από τα Δερβανάκια, ο Κολοκοτρώνης τον χτύπησε και τον κατέστρεψε (25-27 Ιουλίου 1822).Ύστερα απ’ αυτήν την ξεχωριστή νίκη τον ανακήρυξαν αρχιστράτηγο της Πελοπονήσσου. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου απελευθέρωσε το Ναύπλιο και μπήκε θριαμβευτής στην πόλη.
Πικραίνονταν όμως πολύ από τη ζήλια και τις ραδιουργίες των διαφόρων κομμάτων. Μερικοί τον κατηγόρησαν με αποτέλεσμα να φυλακιστεί στην Ύδρα όπου έμεινε 4 μήνες. Εξαιτίας όμως της εισβολής του Ιμπραήμ Πασά – έχοντάς τον ανάγκη – τον απελευθέρωσαν και μια που η Πατρίδα το καλούσε, όρμησε πάλι εναντίον του εχθρού και του σταμάτησε την πορεία του στην Πελοπόννησο. Δυστυχώς οι συμβουλές του Κολοκοτρώνη δεν ακούστηκαν τότε και έτσι δεν κατάφερε να σώσει την Τρίπολη. Όμως η ανδρεία του και η αποφασιστικότητά του κατάφεραν κάτι περισσότερο: Να κρατήσουν την Ελλάδα «επί ποδός» ώσπου να αποφασίσει η Ευρώπη να τερματίσει τα δεινά της. Τα δυστυχήματα της Πατρίδας φαίνονταν να φτάνουν σ’ένα τέλος. Ο κόμης Καποδίστριας εξελέγει κυβερνήτης από τους συμπατριώτες του και αναγνωρίστηκε επίσης από τις δυνάμεις του εξωτερικού που στείλανε στόλο και στρατό και απέδωσαν την Πελοπόννησο στους Έλληνες.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν από τους πιο φανατικούς και πιστούς υποστηρικτές του Κυβερνήτη.
Μετά το θάνατο του Καποδίστρια, η χαρά του ήταν μεγάλη όταν εξελέγει βασιλιάς ο Όθωνας. Ήθελε, μάλιστα, να στείλει το γιό του, Γενναίο, να του προσφέρει το στέμμα. Κατηγορήθηκε, όμως, από την Αντιβασιλεία πως ετοίμαζε, τάχα, νέα επανάσταση και αμέσως φυλακίστηκε για δεύτερη φορά και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Ευτυχώς η ποινή δεν εξετελέσθει γιατί μόλις ανέλαβε ο Όθωνας έδωσε χάρη στον «Γέρο του Μοριά», όπως ονόμαζε ο λαός τον Κολοκοτρώνη, που 50 ολόκληρα χρόνια αγωνίστηκε για την ελευθερία της Ελλάδας
Ο Όθων, αναγνωρίζοντας την προσφορά του Κολοκοτρώνη στην πατρίδα, τον τίμησε με το αξίωμα του Στρατηγού και του Συμβούλου της Επικρατείας και του απένειμε το ανώτατο παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος.
Τις αναμνήσεις του βίου του τις υπαγόρευσε όταν γέρασε στο φίλο του Τερτσέτη και εξεδόθησαν με τον τίτλο «Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής» (1851) και «Ο Γέρων Κολοκοτρώνης» (1889).
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ
Του είπαν κάποτε:
-Κολοκοτρώνη, η πατρίδα
θα σε ανταμείψη.
-Το ξέρω, απάντησε' εμένα θα πρωτοεξορίση.
************************
'Ελεγε «Οι 'Ελληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν θεόν φρόνιμον».
************************
Μετά την καταδίκη του τον πληροφόρησαν ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή και τον αφήνει μόνο... 20 χρόνια φυλακή. -Θα γελάσω το βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους! Αποκρίθηκε
************************
Μια γυναίκα του ζήτησε κάποια χάρη: -Αφέντη μου, τού'λεγε, κάνε μου αυτό το καλό, και σκλάβα σου να γένω! -Τί λες, μωρή ζουρλή; Εμείς για τη λευτεριά πολεμούμε κι' εσύ θέλεις να γίνης σκλάβα μου;
Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΝΥΚΑ
Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα� διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα...
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε� και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Ου καταισχυνώ τα όπλα τα ιερά, ουδ' εγκαταλείψω τον παραστάτη αυτών, ότω αν στοιχίσω. Αμυνώ δε και υπέρ ιερών και οσίων και μόνος και μετά πολλών. Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω, πλείω δε και αρείω όσοις αν παραδέξωμαι. Και ευηκοήσω των αεί κρινόντων, και τοις θεσμοίς τοις ιδρυμένοις πείσομαι, και ούστινας αν άλλους το πλήθος ιδρύσηται ομοφρόνως. Και αν τις αναιρεί τους θεσμούς ή μη πείθηται, ουκ επιτρέψω, αμυνώ δε και μόνος και μετά πολλών. Και ιερά τα πάτρια τιμήσω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου